ἀναπόσπαστος

From LSJ
Revision as of 10:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόσπαστος Medium diacritics: ἀναπόσπαστος Low diacritics: αναπόσπαστος Capitals: ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anapóspastos Transliteration B: anapospastos Transliteration C: anapospastos Beta Code: a)napo/spastos

English (LSJ)

ον, inseparable, τοῦ ἑνός Dam.Pr.113. Adv. -τως Simp. in Epict.p.6 D.

German (Pape)

[Seite 203] nicht abgezogen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόσπαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσπάσῃ, ἀχώριστος «καὶ τὸ τῆς υἱότητος γνήσιον, καὶ τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον» Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4. σ. 432. 30. ― Ἐπίρρ. -τως Σιμπλίκ.

Spanish (DGE)

-ον
1 inseparable τοῦ ἑνός Dam.Pr.113
subst. τὸ τῆς κυριότητος ἀ. Chrys.M.63.15.
2 adv. -ως inseparablemente Simp.in Epict.6.35.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπόσπαστος, -ον) ἀποσπῶ
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποσπάσει, να τον αποχωρίσει από κάτι άλλο, αδιάσπαστος, αχώριστος, αδιάρρηκτος
νεοελλ.
απαραίτητος.