ἀνῷσαι
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
v. ἀναφέρω.
German (Pape)
[Seite 268] ion. für ἀνοῖσαι, zu ἀναφέρω, Her. 1, 157.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῷσαι: ἴδε ἐν λ. ἀναφέρω.
French (Bailly abrégé)
p. *ἀναοῖσαι;
inf. ao. ion. de ἀναφέρω.
Greek Monotonic
ἀνῷσαι: Ιων. αντί ἀνοῖσαι = ἀνενέγκαι, απαρ. αορ. αʹ του ἀναφέρω.