ἀποβλεπτέον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A one must consider, Gal.11.407.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλεπτέον: Ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποβλέπω, δεῖ ἀποβλέπειν, Γαλην. τ. 2, σ. 3Β.
Spanish (DGE)
hay que prestar atención εἰς τὴν τῆς οὐσίας αὐτοῦ σύστασιν ἀποβλεπτέον Gal.11.407, cf. Hsch.