ἀπλαστία
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ἡ, A sincerity, Pl.Def.412e.
German (Pape)
[Seite 292] ἡ, Aufrichtigkeit, Plat. Def. 412 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπλαστία: εἰλικρίνεια, Πλάτ. ὅροι 412E, Εὐστ. Πονημάτ. 89. 90.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
sinceridad χρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ' εὐλογιστίας Pl.Def.412e.
Greek Monolingual
ἀπλαστία, η (AM)
η ειλικρίνεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀπλαστία: ἡ неподдельность, искренность Plat.