ἀπολιόρκητος

From LSJ
Revision as of 16:50, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολῐόρκητος Medium diacritics: ἀπολιόρκητος Low diacritics: απολιόρκητος Capitals: ΑΠΟΛΙΟΡΚΗΤΟΣ
Transliteration A: apoliórkētos Transliteration B: apoliorkētos Transliteration C: apoliorkitos Beta Code: a)polio/rkhtos

English (LSJ)

ον, A impregnable, Str.12.3.31, Plu.2.1057e.

German (Pape)

[Seite 312] nicht zu belagern, nicht zu erobern, Strab.; nicht belagert, Plut. de Stoic. absurd. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολιόρκητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις να πολιορκήσῃ, Στράβ. 556, Πλούτ. 2. 1057Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexpugnable, imprenable par un siège.
Étymologie: , πολιορκέω.

Spanish (DGE)

-ον
inexpugnable πέτρα Str.12.3.31, fig. ὁ τῶν Στωικῶν σοφός Plu.2.1057e, κακίᾳ ... ἀ. Moschio Hyp.9 (p.496).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπολιόρκητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο απόρθητος
νεοελλ.
αυτός που δεν πολιορκήθηκε.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολιόρκητος: досл. недоступный для осаждающих, перен. неприступный (ὁ τῶν Στωϊκῶν σοφός Plut.).