ἀπονεμητέον
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
A one must assign, Arist.EN1165a18. 2 ἀπονεμ-ητέος, α, ον, to be assigned, φρόνησις ἐν -τέοις Zeno Stoic.1.49, Chrysipp.ib.3.72.
Spanish (DGE)
hay que asignar gener. c. ac. y dat. ἑκάστοις τὰ οἰκεῖα ... ἀπονεμητέον Arist.EN 1165a18, τῷ Θεῷ τινα ἰδιάζουσαν ὑπεροχήν Chrys.M.61.214, σὺν κόσμῳ προσήκοντι τὸ πρέπον ἀ. Isid.Pel.Ep.M.78.1064C, cf. Clem.Al.Strom.7.16.101, Ptol.Iudic.15.8, Aristid.Quint.68.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονεμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπονέμω, δεῖ ἀπονέμειν, ἑκάστοις τὰ οἰκεῖα καὶ ἁρμόττοντα ἀπονεμητέον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 7. 2) ἀπονεμητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἀπονείμῃ τις, Φίλων 1. 56, ὅρα μὴ οὐκ ἄλλη μὲν ἀνδράσιν, ἄλλη δὲ ἐσθὴς ἀπονεμητέα γυναιξὶν Κλήμ. Ἀλ. 234.
Greek Monotonic
ἀπονεμητέον: ρημ. επίθ. του ἀπονέμω, πρέπει κάποιος να απονείμει, σε Αριστ.