ἀποσοβητής

From LSJ
Revision as of 10:48, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσοβητής Medium diacritics: ἀποσοβητής Low diacritics: αποσοβητής Capitals: ΑΠΟΣΟΒΗΤΗΣ
Transliteration A: aposobētḗs Transliteration B: aposobētēs Transliteration C: aposovitis Beta Code: a)posobhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = -ητήρ, Sch.Ar.Pl.359.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσοβητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκφοβῶν, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 359, κτλ: ― ὡσαύτως, -ητήρ, -ῆρος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 531: ― ῥηματ. ἐπίθ. -ητέον, πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, διάφ. γραφ. ἐν Φρυνίχ. 323 Λοβ.: ― ὡσαύτως -ητήριος, α, ον, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, ὁ ἀποδιώκων, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλεξητήριος: ― καὶ ἀποσοβητικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 9. 143.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
ahuyentador τῶν κακῶν Sch.A.Th.8j, cf. Sch.Ar.Pl.359.