ἀσπαρίζω

From LSJ
Revision as of 16:01, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπαρίζω Medium diacritics: ἀσπαρίζω Low diacritics: ασπαρίζω Capitals: ΑΣΠΑΡΙΖΩ
Transliteration A: asparízō Transliteration B: asparizō Transliteration C: asparizo Beta Code: a)spari/zw

English (LSJ)

for σπαρίζω, A = ἀσπαίρω, Arist.PA696a20, Resp.471b13.

German (Pape)

[Seite 373] = ἀσπαίρω, zappeln, von Fischen, Arist. part. anim. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπαρίζω: ἀντὶ σπαρίζω, = ἀσπαίρω, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 13, 11.

Spanish (DGE)

jadear, agitarse convulsamente (οἱ ἰχθύες) ἐν τῷ ἀέρι ... φαίνονται ἀσπαρίζοντα ὥσπερ τὰ πνιγόμενα Arist.Iuu.471b13, cf. PA 696a20, Hsch.

Greek Monolingual

ἀσπαρίζω (Α)
ασπαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ασπαίρω, από ένα ρηματικό θ. ασπαρ (πρβλ. ασκαρίζω: σκαίρω)].

Russian (Dvoretsky)

ἀσπᾰρίζω: биться, трепетать (οἱ ἰχθύες ἀσπαρίζοντες ἐν ἀέρι Arst.).