ἄϋλος
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
[ῡ], ον, A immaterial, dub. in Arist.GC322a28(v. foreg. I. 3); ἀρετή Plu.2.440e; θεός ib.1085c; οὐσία Jul.Or.4.140c; τὸ ἄ. Hierocl. in CA26p.481M.: Comp. ἀϋλότερος, νοῦς Ph.1.61. Adv. ἀΰλως Plot.1.3.6, Iamb.Myst.5.15, Simp. in Cael.441.4, etc. 2 v. ἄνυλος.
German (Pape)
[Seite 393] (ὕλη), = ἄνυλος, ahne Stoff, unkörperlich, Plut. de virt. mor. 1. S. Lob. ad Phryn. p. 729.
Greek (Liddell-Scott)
ἄϋλος: [ῡ], -ον, στερούμενος ὕλης, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 5. 28, Κλήμ. Ἀλ. 928· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 729 κἑξ. - Ἐπίρρ. ἀΰλως Ἀνδρ. Κρήτ. 39, Διον. Ἀεροπ. σ. 18. 174, 235 κτλ. 2) ἴδε ἐν λ. ἄνυλος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de abstr. desprovisto de materia, inmaterial ἀρετή Plu.2.440e, ὁ θεός Plu.2.1085c, cf. Iambl.Myst.5.15, αἱ ποιότητες Plu.2.1086a, νοῦς Ph.1.61, cf. Euagr.Pont.M.79.1181A, αἱ ποιήσεις καὶ αἱ πράξεις Plot.2.4.12, μέγεθος Plot.3.6.16, λόγος Plot.5.8.2, ψυχή Porph.Sent.37, οὐσία Porph.Sent.17, Iul.Or.11.140c, τὸ αὐγοειδές Hierocl.in CA 26.22, de los ángeles, Gr.Naz.M.36.320D, de la oración ἄ. ... καὶ νοητὴ θεωρία Gr.Nyss.Hom.in Cant.proem.6.17, ὄναρ Marin.Procl.36
•subst. τὸ ἄυλον = la inmaterialidad Porph.Sent.29.
2 de pers. que está libre de las cosas materiales, ascético ἄνθρωποι Ath.Al.M.28.848B.
II adv. ἀΰλως
1 de un modo inmaterial ἡ δὲ διαλεκτικὴ καὶ ἡ σοφία ... ἀύλως πάντα εἰς χρῆσιν προφέρει τῇ φρονήσει la dialéctica y la sabiduría proveen a la prudencia de un modo inmaterial de todas las reglas para su utilización Plot.1.3.6, cf. Simp.in Cael.441.4.
2 de un modo intuitivo ref. al conocimiento divino por op. al conocimiento por los sentidos ἡ θεία σοφία γινώσκουσα, γνώσεται πάντα, ἀύ. τὰ ὑλικά Dion.Ar.DN M.3.869B, cf. Gr.Nyss.Eun.2.210.