ἐκμαρτύριον

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμαρτῠριον Medium diacritics: ἐκμαρτύριον Low diacritics: εκμαρτύριον Capitals: ΕΚΜΑΡΤΥΡΙΟΝ
Transliteration A: ekmartýrion Transliteration B: ekmartyrion Transliteration C: ekmartyrion Beta Code: e)kmartu/rion

English (LSJ)

τό, A evidence, Anon. ap. Suid.; ἐν ἐκμαρτυριοις Just.Nov.90.2. II official certificate, PMasp.87.21 (vi A.D.), BGU1094.16 (vi A.D.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
jur.
1 testimonio δευτέρῳ ἐκμαρτυρίῳ χρήσασθαι Iambl.Fr.36.
2 prueba testifical Iust.Nou.90.2
testimoniales o documento preliminar presentado por la defensa antes de un juicio Φλ(άυιο)ς ... ἔκδικος ... ἐκδέδωκα τὸ ἐ. ὡς πρόκειται BGU 1094.16, cf. PMasp.87.21, 254, POxy.1882.15 (todos VI d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαρτύριον: τό, μαρτυρικόν, Βυζ.

Greek Monolingual

το (AM ἐκμαρτύριον)
νεοελλ.
μαρτυρικό έγγραφο παραδεκτό μόνο ως τεκμήριο σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια
μσν.
μαρτυρική κατάθεση
αρχ.
πιστοποίηση που γίνεται δεκτή ως έγκυρη.