ἐννοηματικός

From LSJ
Revision as of 14:52, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "‘([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)’" to "‘$1’")

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννοημᾰτικός Medium diacritics: ἐννοηματικός Low diacritics: εννοηματικός Capitals: ΕΝΝΟΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ennoēmatikós Transliteration B: ennoēmatikos Transliteration C: ennoimatikos Beta Code: e)nnohmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A notional, Stoic. 2.75; subjective, Ascl. in Metaph.106.26; opp. οὐσιώδης, Gal.1.306. Adv. -κῶς Ascl. in Metaph.106.27, Procl.in Prm.p.632 S.; gloss on ἐμφαντικῶς, EM336.53. II inventive, Vett.Val.42.33. Adv. -κῶς Id.166.7.

German (Pape)

[Seite 847] ή, όν, gedankenreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννοηματικός: -ή, -όν, διανοητικός, ἐννοηματικὴ αἴσθησις Ἰουστῖν. Μ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐμφαντικῶς, Ἐτυμ. Μ. 336, 53.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de abstr. que está en el pensamiento o en la mente, mental, intelectual ὅροι Chrysipp.Stoic.2.75, αἴσθησις Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1317C, ὕψωμα Anon.Hier.Luc.35.6, op. οὐσιώδης ‘que está en la esencia’, Gal.1.306
subst. τὸ ἐννοηματικόν el concepto Ascl.in Metaph.106.26, ὁ ἐ. dicho del λόγος Basil.M.31.477A.
2 de pers. inventivo Vett.Val.42.10.
II adv. -ῶς conceptualmente ἔχειν ... ἐ. Ascl.in Metaph.106.27, ἐν τῇ διανοίᾳ τοῦ πολιτικοῦ πάντα ἐστὶν ἐ. Procl.in Prm.814.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐννοηματικός, -ή, -όν) εννόημα
ο γεμάτος διανοήματα, ο διανοητικός
αρχ.
μτφ.
1. υποκειμενικός
2. επουσιώδης
4. εφευρετικός.
επίρρ...
εννοηματικώς
1. με διανοήματα
2. εμφαντικώς
3. εφευρετικώς.