ἐξαλείπτης
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
English (LSJ)
ου, ὁ, A = κονιάτης, Gal.19.98.
German (Pape)
[Seite 866] ὁ, der Salber, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαλείπτης: -ου, ὁ, «κονιάτης, χρίστης», Λεξ. Γαλην. σ. 466.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἐξαλίπτης Hp. en Gal.19.98
1 el que unta o unge Hp.l.c.
2 fig. destructor σὺ εἶ ... ὁ τὴν ὁδὸν ὑποδεικνύων τῆς ἀληθείας, διῶκτα τοῦ σκότους καὶ τῆς πλάνης ἐξαλειπτά (sic) ref. a Cristo A.Thom.A 80.