ἐπάλμενος
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
Full diacritics: ἐπάλμενος | Medium diacritics: ἐπάλμενος | Low diacritics: επάλμενος | Capitals: ΕΠΑΛΜΕΝΟΣ |
Transliteration A: epálmenos | Transliteration B: epalmenos | Transliteration C: epalmenos | Beta Code: e)pa/lmenos |
v. ἐφάλλομαι.
ἐπάλμενος: ἴδε ῥῆμα ἐφάλλομαι.
part. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.
see ἐφάλλομαι.
ἐπάλμενος: μτχ. Επικ. αορ. βʹ του ἐφάλλομαι.
ἐπάλμενος: ион. part. aor. к ἐφάλλομαι.