ἐφάπτωρ

From LSJ
Revision as of 20:40, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφάπτωρ Medium diacritics: ἐφάπτωρ Low diacritics: εφάπτωρ Capitals: ΕΦΑΠΤΩΡ
Transliteration A: epháptōr Transliteration B: ephaptōr Transliteration C: efaptor Beta Code: e)fa/ptwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, also ἡ, A laying hold of, seizing, ῥυσίων A.Supp.728. II one who strokes or caresses, ib.312, 535 (lyr.) (with ref. to the name Ἔπαφος).

German (Pape)

[Seite 1113] ορος, ὁ, der Berührende, Antastende, Ἰοῦς Aesch. Suppl. 530, vgl. 308; ῥυσίων 708, mit Anspielung auf Ἔπαφος. – Orph. H. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφάπτωρ: -ορος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ ἐφαπτόμενός τινος ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες Αἰσχύλ. Ἱκ. 728, πρβλ. 412. ΙΙ. ὁ θωπεύων τινά, κοινῶς «χαϊδεύων», αὐτόθι 312, 535 (ἐν ἀναφορᾶ πρὸς τὸ ὄνομα Ἔπαφος)· ἐπὶ τοῦ βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 50. 7., 52. 9.

French (Bailly abrégé)

ορος;
adj. m.
1 qui saisit ou cherche à saisir, gén.;
2 qui tâte, qui palpe.
Étymologie: ἐφάπτω.

Greek Monolingual

ἐφάπτωρ, ὁ, ἡ (Α) εφάπτομαι
1. αυτός που πιάνει, που αγγίζει κάτι («ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες», Αισχύλ.)
2. αυτός που κτυπά ή χαϊδεύει («γενοῦ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῦς», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐφάπτωρ: ορος adj.
1) захватывающий, завладевающий: ῥυσίων ἐφάπτορες Aesch. налагающие руку на свои вещи, т. е. требующие возвращения того, что было их собственностью;
2) прикасающийся (χειρί τινος Aesch.).