ἐρυθροειδής

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q. v." to "q.v.")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροειδής Medium diacritics: ἐρυθροειδής Low diacritics: ερυθροειδής Capitals: ΕΡΥΘΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: erythroeidḗs Transliteration B: erythroeidēs Transliteration C: erythroeidis Beta Code: e)ruqroeidh/s

English (LSJ)

A f.l. for ἐλυτρο- (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1036] ές, von röthlichem Ansehen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροειδής: -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐρυθροειδής, -ές)
αυτός που έχει κόκκινη όψη, ο κοκκινωπός
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με τη νόσο ερυθρά («ερυθροειδές εξάνθημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -ειδής < είδος].