ἔμμουσος

From LSJ
Revision as of 08:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμμουσος Medium diacritics: ἔμμουσος Low diacritics: έμμουσος Capitals: ΕΜΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: émmousos Transliteration B: emmousos Transliteration C: emmousos Beta Code: e)/mmousos

English (LSJ)

ον, = μουσικός, πράγματα Heph.Astr.2.32: Sup. -ότατον, θεώρημα Nicom.Ar.2.2; ἐμμούσοις γράμμασιν in literature, IG9(1).235 (Larymna). Adv. -σως, παίζειν Plu.2.1119d.

German (Pape)

[Seite 809] = μουσικός, Nicom. arith. 2, p. 109. – Adv. ἐμμούσως, παίζειν Plut. adv. Col. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμουσος: -ον, = μουσικός, Νικομ. Ἀριθμ. 2. 109· ἐμμούσοις γράμμασιν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 2. - Ἐπίρρ. ἐμμούσως, Πλούτ. 2. 119D.

Spanish (DGE)

-ον
I 1musical πράγματα Heph.Astr.2.34.12, θεώρημα Nicom.Ar.2.2, τὸ δὲ σκαίρειν ἔμμουσον κίνησιν Porph.ad Il.185.14.
2 inspirado por las musas ἐμμελὴς ... καὶ ἔ. de Píndaro, Philostr.Im.2.12, ᾠδαί Eust.161.36.
II adv. -ως musicalmente, bajo la inspiración de las musas λαλεῖν Eust.10.17, cf. 1683.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμμουσος, -ον)
αυτός που έχει σχέση με τη μουσική, ο μουσικός
μσν.
αρμονικός, μελωδικός.