ἔκχρησις
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
εως, ἡ, loan, SIG742.52 (pl., Ephesus, i B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκχρησις: -εως, ἡ, δάνειον γενόμενος ὑφ’ ὅρους τινάς, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 205.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
prenda, garantía en un tipo de contratos de préstamo ἐκχρήσεις λαμβάνειν IEphesos 8.55, cf. 51, 57 (I a.C.).
Greek Monolingual
ἔκχρησις (Α)
εκδανεισμός, δάνειο χρημάτων χωρίς τόκο ή δάνειο πραγμάτων για να χρησιμοποιηθούν και κατόπιν να επιστραφούν.