ἡλιάω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
A to be like the sun, κόμαι ἡλιῶσαι Anacreont.16.5, cf. Hld.3.4, Philostr. VA7.42. II Act., expose to the sun, τὰς σταφυλάς Arist.Pr.926b38.
German (Pape)
[Seite 1160] der Sonne ähneln, bes. wie die Sonne glänzen, nur partic. praes., ἡλιώσας κόμας Anacr. 16, 5, wie Heliod. 3, 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιάω: εἶμαι ὡς ὁ ἥλιος, κόμη ἡλιῶσα Ἀνακρεόντ. 16. 5, Ἡλιόδ. 3. 4. ΙΙ. ἐκθέτω εἰς τὸν ἥλιον, τὰς σταφυλὰς Ἀριστ. Προβλ. 20. 35, 2.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιάω:
1) сиять как солнце (κόμη ἡλιῶσα Anacr.);
2) выставлять на солнце, подвергать действию солнечных лучей (τὰς σταφυλάς Arst.).