ἡμικλίβανος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, A half-share in a bakehouse, PLond. 5.1724.33 (vi A.D.).
Greek Monolingual
ἡμικλίβανος, ὁ (Α)
πάπ. το μισό μέρος ενός κλιβάνου χωρισμένου στα δύο, το μισοφούρνι.