ἱπποκάμπιον
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
τό, Dim. of ἱππόκαμπος, Epich.115. II a kind of ear-ring, Poll.5.97.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκάμπιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱππόκαμπος, Ἐπίχ. 16 Ahr. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίων, Κωμ. παρὰ Πολυδ. Ε΄, 97.
Greek Monolingual
ἱπποκάμπιον, τὸ (Α)
1. υποκορ. του ιππόκαμπος
2. είδος σκουλαρικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόκαμπος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ιμάντ-ιον, κεράσ-ιον)].