ὀπώδης
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ες, A v. ὀποειδής.
German (Pape)
[Seite 364] ες, = ὀποειδής, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπώδης: -ες, ἴδε ἐν λ. ὀποειδής.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀπώδης, -ῶδες) οπός
αυτός που έχει άφθονο χυμό
αρχ.
γαλα
κτώδης.
Russian (Dvoretsky)
ὀπώδης:
1) похожий (по своим свойствам) на фиговый сок, действующий, как закваска (πόα Arst.);
2) сочный (ξύλον Plut.).