ὀρτυγοκοπικός

From LSJ
Revision as of 10:47, 3 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτῠγοκοπικός Medium diacritics: ὀρτυγοκοπικός Low diacritics: ορτυγοκοπικός Capitals: ΟΡΤΥΓΟΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: ortygokopikós Transliteration B: ortygokopikos Transliteration C: ortygokopikos Beta Code: o)rtugokopiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A skilled in the game of quail-striking, ib.108.

German (Pape)

[Seite 387] ή, όν, zum Wachtelschlagen gehörig, ὀνόματα, Poll. a. a. O.

Greek Monolingual

ὀρτυγοκοπικός, -ή, -όν (Α) ορτυγοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορτυγοκοπία ή αυτός που είναι έμπειρος στην ορτυγοκοπία.