ὑδρογνώμων
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ονος, ὁ, water-finder, Gp.2.10.6.
German (Pape)
[Seite 1173] ονος, das Wasser auffindend und Brunnen grabend, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρογνώμων: -ον, ὁ διακρίνων τοὺς τόπους ἔνθα ὑπάρχει ὕδωρ πρὸς ὄρυξιν φρέατος, Γεωπον. 2. 10, 6.