ὑπερμάκης
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
A v. ὑπερμήκης.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμάκης: [ᾱ], ες, Δωρικ. ἀντὶ ὑπερμήκης, Πίνδ.
English (Slater)
ὑπερμᾱκης
1 tremendous Ἀθαναία ἀλάλαξεν ὑπερμάκει βοᾷ (O. 7.37)
Greek Monolingual
ὑπέρμακες, Α
(δωρ. τ.) βλ. ὑπερμήκης.
Greek Monotonic
ὑπερμάκης: [ᾱ], -ες, Δωρ. αντί ὑπερ-μήκης.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμάκης: (ᾱ) дор. Pind. = ὑπερμήκης.
Middle Liddell
ὑπερ-μά¯κης, ες [doric for ὑπερμήκης.]