ὠκυγένεθλος

From LSJ
Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυγένεθλος Medium diacritics: ὠκυγένεθλος Low diacritics: ωκυγένεθλος Capitals: ΩΚΥΓΕΝΕΘΛΟΣ
Transliteration A: ōkygénethlos Transliteration B: ōkygenethlos Transliteration C: okygenethlos Beta Code: w)kuge/neqlos

English (LSJ)

ον, A quickly born or gendered, εἰς τόκον ὠκυγένεθλον Jo.Gaz.Ecphr.2.59.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠγένεθλος: -ον, ὁ ταχέως γεννηθείς, Ἰω. Γαζαίου Ἔκφρ. 418, παρὰ Rutgers. Var. Lecit. 2, 7.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που γεννήθηκε γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -γένεθλος (< γένεθλον, πρβλ. πρεσβυ-γένεθλος].