δακτυλίζω

From LSJ
Revision as of 10:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλίζω Medium diacritics: δακτυλίζω Low diacritics: δακτυλίζω Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: daktylízō Transliteration B: daktylizō Transliteration C: daktylizo Beta Code: daktuli/zw

English (LSJ)

A = δακτυλοδεικτέω (in bad sense), Hsch. s.vv. ἐδακτύλιζον, σκινδαρεύεσθαι. II Pass. in metre, to be made a dactyl, Eust.874.8.

Spanish (DGE)

1 señalar con el dedo Hsch.ε 389.
2 métr. transformarse en dáctilo en v. pas. ἵνα δακτυλισθῇ ὁ τρίβραχυς πούς Eust.874.8.
3 conducir, Gloss.23D.

German (Pape)

[Seite 520] Hesych., = δακτυλοδεικτέω; bei Eustath. = einen Daktylus machen.

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλίζω: μέλλ. –ίσω, = δακτυλοδεικτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐδακτ-.

Greek Monolingual

δακτυλίζω (AM) δάκτυλος
μσν.
παθ. δακτυλίζομαι
γίνομαι δάκτυλος («ἵνα δακτυλισθῆ ό τρίβραχυς πούς» — για να μετατραπεί ο τρίβραχυς σε δάκτυλο)
αρχ.
δακτυλίζω
δακτυλοδεικτώ.