κορωνόν
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
τό,
A = κορώνη II.5; τοῦ πήχεως Gal.UP2.15, al.; τὰ τῆς κεφαλῆς κ. condyles, Id.2.460.
2 κόρωνα, τά, elbows, Herod.Med. ap.Orib.10.18.7, Orib.Fr.97; κορωνά Luc.Trag.122.
Greek Monolingual
κορωνόν και κόρωνον, τὸ (Α) κορώνη
1. απόφυση ή κόνδυλος
2. αγκώνας («βραχίονας, κορωνά, καρποὺς ἔσθει», Λουκιαν.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορωνόν -οῦ, τό [κορώνη] plur. ook κόρωνα, elleboog.