λυχναῖος

From LSJ
Revision as of 08:45, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχναῖος Medium diacritics: λυχναῖος Low diacritics: λυχναίος Capitals: ΛΥΧΝΑΙΟΣ
Transliteration A: lychnaîos Transliteration B: lychnaios Transliteration C: lychnaios Beta Code: luxnai=os

English (LSJ)

α, ον, A of a lamp, φῶς Procl.Sacr.p.149 B. II λυχναῖος καὶ λυχνεύς ὁ διαυγὴς λίθος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λυχναῖος: λίθος, ὁ, = λυχνίτης, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λυχναῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία
2. λυχνεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσα λυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγής λίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου].