διανίζω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
wash out or wash thoroughly, κύλικα, σκεῦος, λοπάδας, Crates Com.14.7, Eub.31, Damox.2.44; τὴν κοιλίαν Diocl.Fr.139:—Med., διανιψάσθω τὸ αἰδοῖον Hp.Mul.2.112.
German (Pape)
[Seite 592] aus-, abwaschen, Damox. com. bei Ath. III, 102 f (v. 44) u. Crates ib. VI, 267 f. – Vgl. auch διανίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
διανίζω: μέλλ. -νίψω, διανίπτω, πλύνω ἐντελῶς, καθαρίζω, κύλικα, σκεῦως, λοπάδας Κράτης Θηρ. 1. 7, Εὔβουλ. Δολ. 2, Δαμόξ. Συντρ. 1. 44. - Μέσ., Ἱππ. 631.
Spanish (DGE)
1 tr. lavar ὑδρίαν Ar.Fr.139, cf. Crates Com.16.7, λοπάδας Damox.2.44, cf. An.Bachm.1.420.8.
2 intr. lavarse ὕδατι θερμῷ Hp.Haem.2, tb. en v. med. τῷ ὕδατι τῷ εὐώδει Hp.Mul.1.84, cf. διανίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-νίζω goed reinigen:. τὴν κοιλίην de buik Hp.