ἁλοτρίβανος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
(τρίβω) pestle to pound salt, Eust.183.10.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ mano de almirez, majadero, Et.Gen.1124, Gloss.2.544, cf. ἀλατρίβανος, ἀλετρίβανος.
Greek Monolingual
ἁλοτρίβανος, ο (Μ)
αλατοτρίφτης, εργαλείο με το οποίο κοπανίζουν το αλάτι, γουδοχέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο- + τρίβω.