ἀποθυμιάω
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
A smoke out, (μῦς) Arist.HA580b23.
German (Pape)
[Seite 303] auf-, ausdampfen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθῡμιάω: καπνίζω, περὶ καταστροφῆς μυῶν διὰ καπνισμοῦ, ἀποθυμιῶντες καὶ ἀνορρύττοντες Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 37, 3.
Spanish (DGE)
(ἀποθῡμιάω)
fumigar τὰς μῦς Arist.HA 580b23, ὁ λευκὸς ἐλλέβορος ἀποθυμιώμενος ... ἀγωγὸς γίνεται τῶν καταμηνίων el eléboro blanco fumigado provoca la menstruación Anon.Lond.37.30.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθῡμιάω: выкуривать (τὰς μῦς Arst.).