φυλάκισσα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ἡ, = φυλακίς (guard), LXX Ca. 1.6.
German (Pape)
[Seite 1313] ἡ, = Vorigem, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλάκισσα: ἡ, = τῷ προηγ. ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα Ἑβδ. (ᾎσμ. ᾈσμάτ. Αϳ, 6), Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδ. κ. Δοσικλ. Αϳ, σ. 18.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. φυλακίδα.