κρατέρωμα
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
†ος, τό, kind of A bronze, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτέρωμα: τό, «κρατερώματα· μῖξις χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
το
χημ. κράμα χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος
2. φρ. «κρατέρωμα πυριτίου» — κράμα χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bronze].