δυσήμετος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον, = δυσημής (hard to make to vomit), Hp. Epid. 6.8.26.
Spanish (DGE)
-ον
que vomita con dificultad Hp.Epid.6.8.26, cf. δυσέμετος.