καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin
Full diacritics: καχλασμός | Medium diacritics: καχλασμός | Low diacritics: καχλασμός | Capitals: ΚΑΧΛΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: kachlasmós | Transliteration B: kachlasmos | Transliteration C: kachlasmos | Beta Code: kaxlasmo/s |
ὁ, = κάχλασμα (plashing of water), Zos.Alch. p. 119 B. (pl.), Gloss.
καχλασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Μανασσ. Χρον. 229.
καχλασμός, ὁ (ΑΜ) κοχλάζω
το κόχλασμα.
ὁ, = κάχλασμα, Sp.