μειλικτικός
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
μειλικτική, μειλικτικόν, = μειλικτήριος (able to soothe); Adv. μειλικτικῶς Sch. Ar. Pl. 233.
German (Pape)
[Seite 115] = Vorigem, adv., Schol. Ar. Plut. 233.
Greek (Liddell-Scott)
μειλικτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 233.
Greek Monolingual
μειλικτικός, -ή, -όν (Α)
μειλικτός
ο μειλικτήριος.
επίρρ...
μειλικτικῶς (Α) με μειλικτήριο τρόπο.