κατθέμεν
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
v. κατατίθημι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. sync. de κατατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
κατθέμεν: κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. κατατίθημι.
English (Autenrieth)
see κατατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
κατθέμεν: эп. inf. к κατατίθημι.