γρᾴδιον
From LSJ
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
v. γραΐδιον.
Spanish (DGE)
v. γραΐδιον.
German (Pape)
[Seite 503] τό, = γραΐδιον, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
contr. de γραΐδιον.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
γρᾴδιον: τό стяж. к γραΐδιον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρᾴδιον -ου, τό en γραΐδιον γραῦς demin. oud vrouwtje; ook ongunstig oud wijf.