συμπαίκτρια
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ἡ, fem. of συμπαίκτης.
German (Pape)
[Seite 984] ἡ, fem. von συμπαικτήρ, die Mitspielende (?).
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. συμπαίκτης.