συμπαίκτρια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, fem. of συμπαίκτης.
German (Pape)
[Seite 984] ἡ, fem. von συμπαικτήρ, die Mitspielende (?).
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. συμπαίκτης.
Full diacritics: συμπαίκτρια | Medium diacritics: συμπαίκτρια | Low diacritics: συμπαίκτρια | Capitals: ΣΥΜΠΑΙΚΤΡΙΑ |
Transliteration A: sympaíktria | Transliteration B: sympaiktria | Transliteration C: sympaiktria | Beta Code: sumpai/ktria |
ἡ, fem. of συμπαίκτης.
[Seite 984] ἡ, fem. von συμπαικτήρ, die Mitspielende (?).
η, ΝΑ
βλ. συμπαίκτης.