βομβικός
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
English (LSJ)
v. sub βομβητικός.
Greek Monolingual
βομβικός, -ή, -όν (Α) βόμβος
αυτός που κάνει βόμβο.
German (Pape)
= βομβήεις, Schol. Pind.
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
Full diacritics: βομβικός | Medium diacritics: βομβικός | Low diacritics: βομβικός | Capitals: ΒΟΜΒΙΚΟΣ |
Transliteration A: bombikós | Transliteration B: bombikos | Transliteration C: vomvikos | Beta Code: bombiko/s |
v. sub βομβητικός.
βομβικός, -ή, -όν (Α) βόμβος
αυτός που κάνει βόμβο.
= βομβήεις, Schol. Pind.