λυμαντικός
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
v. sub λυμαντής.
Greek Monolingual
λυμαντικός, -ή, -όν (Α) λυμαντής
λυμαντήριος («δόγματα λυμαντικὰ οἴκων», Αρρ.).
German (Pape)
[ῡ], = λυμαντήριος, τινός, Arr. Epict. 3.7.20.