φατριάρχης
From LSJ
English (LSJ)
v. φρατριάρχης.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αρχηγός συνωμοσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φατρία + -άρχης].
German (Pape)
ὁ, s. φρατριάρχης.
Full diacritics: φατριάρχης | Medium diacritics: φατριάρχης | Low diacritics: φατριάρχης | Capitals: ΦΑΤΡΙΑΡΧΗΣ |
Transliteration A: phatriárchēs | Transliteration B: phatriarchēs | Transliteration C: fatriarchis | Beta Code: fatria/rxhs |
v. φρατριάρχης.
ὁ, Μ
αρχηγός συνωμοσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φατρία + -άρχης].
ὁ, s. φρατριάρχης.