χερρονήσιος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
v. χερσονήσιος.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
βλ. χερσονήσιος.
German (Pape)
att. = χερσονήσιος.