δημεραστία
From LSJ
English (LSJ)
v. δημεραστής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ amor al pueblo Poll.3.65, cf. 9.10.
German (Pape)
[Seite 561] ἡ, Liebe zum Volke, Poll. 3, 65.
Greek Monolingual
δημεραστία, η (Α)
η αγάπη προς τον δήμο, τον λαό.
Full diacritics: δημεραστία | Medium diacritics: δημεραστία | Low diacritics: δημεραστία | Capitals: ΔΗΜΕΡΑΣΤΙΑ |
Transliteration A: dēmerastía | Transliteration B: dēmerastia | Transliteration C: dimerastia | Beta Code: dhmerasti/a |
v. δημεραστής.
-ας, ἡ amor al pueblo Poll.3.65, cf. 9.10.
[Seite 561] ἡ, Liebe zum Volke, Poll. 3, 65.
δημεραστία, η (Α)
η αγάπη προς τον δήμο, τον λαό.