καταπαλτικός
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
ή, όν (in literary texts καταπελτικός), of or belonging to catapults, βέλη IG2². 1487.102; ὄργανα καὶ βέλη Plb. 11.11.3, cf. Str. 17.3.15, Bito 62.4; τὰ κ., = καταπάλται, Plb. 9.41.5; τὸ κ. artillery, DS. 14.42.
Greek Monolingual
καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπαλτικός -ή όν [καταπάλτης] van een katapult.