ὀνοκλεία
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Full diacritics: ὀνοκλεία | Medium diacritics: ὀνοκλεία | Low diacritics: ονοκλεία | Capitals: ΟΝΟΚΛΕΙΑ |
Transliteration A: onokleía | Transliteration B: onokleia | Transliteration C: onokleia | Beta Code: o)noklei/a |
(v.l. ὀνόκλεια), ἡ, = ἄγχουσα, Dsc. 4.23.
ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)
το φυτό άγχουσα, κν. βοϊδόγλωσσα.