κορυβαντώδης
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ες, Corybant-like, frantic, Luc. JTr. 30.
Greek Monolingual
κορυβαντώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με Κορύβαντα, μανιώδης, έξαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κορύβας, -αντ-ος + κατάλ. -ώδης].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυβαντώδης -ες [Κορύβας, εἶδος] als een Corybant.