Χῶρος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
English (LSJ)
ὁ, northwest wind, Latin Caurus, Corus, Act. Ap. 27.12.
Greek Monotonic
Χῶρος: ὁ, βορειοδυτικός άνεμος, Λατ. Caurus, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
Χῶρος: ὁ (лат. Corus или Caurus) хор, сев.-зап. ветер, перен. северо-запад: κατὰ Χῶρον βλέπειν NT быть обращенным к северо-западу.