εἰμέν
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → copulation, sexual intercourse, intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
Epic and Ionic for ἐσμέν, 1 pl. of εἰμί.
German (Pape)
[Seite 730] ep. u. ion. = ἐσμέν, wir sind; εἶμεν, att. = εἴημεν.
Greek (Liddell-Scott)
εἰμέν: Ἐπ. καὶ Ἰων. α΄ πληθ. τοῦ εἰμί, Δωρ. εἰμές· ― ἀλλ’ εἶμεν, Δωρ. ἀπαρέμφ. τοῦ αὐτοῦ ῥήματος, Θουκ. 5. 77· Μεγαρικῶς εἴμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 775.
French (Bailly abrégé)
épq., ion. et dor. c. ἐσμέν, 1ᵉ pl. de εἰμί.
English (Autenrieth)
see εἰμί.
Greek Monotonic
εἰμέν:I. Επικ. και Ιων. αντί ἐσμέν, αʹ πληθ. του εἰμί (sum). ΙI. εἶμεν, εἴμεναι, Δωρ. απαρ. του ίδιου ρήματος.
Russian (Dvoretsky)
εἰμέν: эп.-ион. (= ἐσμέν) 1 л. pl. praes. к εἰμί.